Το πιο συναρπαστικό κομμάτι στην ιστορία του κλασικού μαύρου φορέματος – γνωστό σε όλους ως “little black dress” – είναι ο πρόλογός της, η ιστορία που κρύβεται πίσω από τις πασαρέλες και τις εντυπωσιακές σελίδες των περιοδικών μόδας.
Οι πιο σημαντικοί ακόλουθοι του πιο διαχρονικά κομψού φορέματος δεν ήταν ούτε οι σχεδιαστές ούτε οι αριστοκράτες: Ήταν οι εργαζόμενες γυναίκες.
Τον Οκτώβριο του 1926, το περιοδικό Vogue παρουσίασε το σκίτσο ενός εφαρμοστού midi μαύρου φορέματος με μακριά μανίκια που είχε σχεδιάσει η τότε νεαρή designer, Coco Chanel. Σύμφωνα με το περιοδικό, το μικρό μαύρο φόρεμα της Chanel θα γινόταν “το απόλυτο ρούχο για κάθε γυναίκα με γούστο”.

Αν και αργότερα αποδείχθηκε πόσο εύστοχη ήταν αυτή η πρόβλεψη, το 1926 έμοιαζε αστεία – και αυτό γιατί το μικρό μαύρο φόρεμα ήταν ήδη το ρούχο που φορούσαν πολλές εργαζόμενες γυναίκες. Για την ακρίβεια, ήταν ένα ρούχο που είχε σχεδιαστεί ακριβώς για να κρατάει κάποιες γυναίκες στη “θέση” τους. Έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια για να οριστεί ως υψηλή ραπτική για τις κομψές γυναίκες.
Όταν οι χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις υιοθετούν τη μόδα της αφρόκρεμας, εκείνη συνήθως αντιδρά αλλάζοντας απότομα κατεύθυνση: Το ντεκολτέ ή ο ποδόγυρος ανεβαίνει ή κατεβαίνει δραματικά, το φαρδύ ρούχο γίνεται στενό και το αντίστροφο. Υπάρχουν, όμως, φορές που αντί να τροποποιήσουν γρήγορα το στιλ τους, επιλέγουν να φορέσουν τα ρούχα που οι χαμηλότερες τάξεις έχουν απορρίψει.
Χαρακτηριστική απόδειξη αυτού αποτελεί το τζιν παντελόνι. Όπως είναι γνωστό, τα τζιν ξεκίνησαν ως φτηνά και ανθεκτικά παντελόνια εργασίας για τους χρυσωρύχους και τους αγρότες. Ήταν το de facto ρούχο της αγροτικής εργατικής τάξης. Από τη στιγμή, όμως, που οι εργάτες άρχισαν να έχουν πρόσβαση σε πρετ-α-πορτέ παντελόνια, τα τζιν έκαναν την εμφάνισή τους σε μοδάτες μπουτίκ και υιοθετήθηκαν από τους νέους των προαστίων.
Αντίστοιχη είναι και η ιστορία του μικρού μαύρου φορέματος. Πριν τον 19ο αιώνα, οι οικιακές βοηθοί φορούσαν ότι είχαν στη διάθεσή τους – φορέματα που έραβαν οι ίδιες και, πολύ συχνά, παλιά ρούχα των αφεντικών τους. Μέχρι το 1860, όταν οι υψηλές τάξεις της Βρετανίας απαίτησαν να φορούν μία κοινή στολή: Μία λευκή σκούφια, μία λευκή ποδιά και ένα απλό μαύρο φόρεμα. Πολύ σύντομα ακολούθησαν οι πλούσιες οικογένειες της Γαλλίας και της Αμερικής.
Γιατί, όμως, επέλεξαν το μαύρο φόρεμα; Απλούστατα επειδή εκείνη την εποχή, το μαύρο φόρεμα ήταν το πρόχειρο ντύσιμο των πλούσιων γυναικών. Με αυτόν τον τρόπο, τόνιζαν τη διαφορά της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Μέχρι τον 19ο αιώνα, το μαύρο φόρεμα είχε γίνει το βασικό ρούχο των γυναικών που ανήκαν στη χαμηλή και στη μεσαία τάξη.
Πολύ νωρίτερα, τον 15ο αιώνα, το μαύρο χρώμα σηματοδοτούσε τον πλούτο. Ο λόγος ήταν ότι ήταν ένα χρώμα πολύ ακριβό στη δημιουργία του, καθώς απαιτούσε τεράστιες ποσότητες εισαγόμενων όζων βελανιδιάς. Ωστόσο, τον 19ο αιώνα η συνθετική μαύρη μπογιά από ανιλίνη έκανε τη δημιουργία του μαύρου χρώματος πολύ φτηνή.
Η εμφάνιση της εργαζόμενης γυναίκας ως επακόλουθο της βιομηχανοποίησης δημιούργησε ένα νέο είδος καταναλώτριας. Οι γυναίκες της μεσαίας τάξης άρχισαν να μιμούνται τη μόδα του Παρισιού και να ντύνονται με τα ίδια χρώματα και σχέδια των γυναικών της αφρόκρεμας. Το κόκκινο, το μπλε και το πράσινο έπαψαν να είναι αποκλειστικά χρώματα της υψηλής κοινωνίας. Εύκολα μπέρδευε κανείς μία κοπέλα της μεσαίας τάξης με μία πλούσια – και αυτό θεωρήθηκε απειλή.
Ως αντίδραση, πολλοί εργοδότες άρχισαν να απαιτούν από τις υπαλλήλους τους να ντύνονται σαν οικιακές βοηθοί, με απλά μαύρα φορέματα. Αν και οι εργαζόμενες απάντησαν με απεργίες, οι απειλές για απόλυση γρήγορα καθιέρωσαν το μαύρο φόρεμα ως “στολή” των εργαζομένων γυναικών στη Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο και στο Παρίσι.
Κάπως έτσι, το μικρό μαύρο φόρεμα έγινε μέσο διαχωρισμού των τάξεων. Όταν οι νέες εργαζόμενες γυναίκες παραπονούνταν ότι ο εξαναγκασμός να φορούν στολή ήταν “αντίθετος με τα ιδανικά τους για ελευθερία και ανεξαρτησία”, δεν μιλούσαν μόνο για την ελευθερία έκφρασης του εαυτού τους αλλά και για την προοπτική κοινωνικής κινητικότητας. Συνέχισαν, φυσικά, να φορούν τα πολύχρωμα φορέματα εκτός εργασίας.
Για να ξεχωρίσουν από τις γυναίκες της μεσαίας τάξης, οι “κοσμικές κυρίες” υιοθέτησαν το μικρό μαύρο φόρεμα. Στις αρχές του 1900, το μικρό μαύρο φόρεμα κοσμούσε τις σελίδες των μεγαλύτερων περιοδικών μόδας – δεκαετίες πριν την παρουσίαση του φορέματος της Chanel στη Vogue.
Αν και δεν ήταν η Coco Chanel εκείνη που δημιούργησε τη μόδα του μικρού μαύρου φορέματος, ήταν αρκετά έξυπνη για να αντιληφθεί τι ήταν αυτό που το έκανε τόσο δημοφιλές: Αυτό που η ίδια ονόμασε “η πολυτελής λιτότητα”. Ήταν ένα φόρεμα για τις γυναίκες που προσποιούνταν ότι δεν ήθελαν να ασχοληθούν με τη μόδα. Ωστόσο, υπήρχε πάντα μία λεπτομέρεια που έκανε το φαινομενικά αδιάφορο φόρεμά τους να ξεχωρίζει στο πλήθος – ένα ιδιαίτερο κόψιμο ή ύφασμα, ένα επώνυμο ταμπελάκι…
Σήμερα, η βιομηχανία της μόδας προωθεί το μικρό μαύρο φόρεμα ως μόδα ίσων ευκαιριών: Ευέλικτο, κλασικό και κομψό. Αυτό το ουδέτερο ρούχο, όμως, δεν ήταν ποτέ στην πραγματικότητα ουδέτερο. Το μικρό μαύρο φόρεμα σηματοδοτούσε τα κοινωνικά όρια.
Η σύγχρονη γυναίκα φοράει το μικρό μαύρο φόρεμα για να νιώσει περισσότερο Audrey Hepburn ή Jackie Kennedy Onassis. Εκτός από τις πιο κομψές γυναίκες της ιστορίας, όμως, εκπροσωπεί και άλλες γυναίκες: Εκείνες που φορούσαν το μικρό μαύρο φόρεμα ισορροπώντας δίσκους σερβιρίσματος, γεμίζοντας ράφια, δουλεύοντας στα τηλεφωνικά κέντρα και απλώνοντας ρούχα.


Ο χρήστης Global Press όπως και ο χρήστης Globalist είναι τα δύο βασικά προφίλ αρθρογράφων της συντακτικής ομάδας του Globalist Magazine Greece.